χρυσορρήμων

χρυσορρήμων
ων, ον см. χρυσόστομος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρυσορρήμων" в других словарях:

  • χρυσορρήμων — of golden speech masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμων — ον, ΝΜΑ χρυσόστομος («κλεινῷ Ἰωάννη τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)* + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • χρυσορρήμονα — χρυσορρήμων of golden speech neut nom/voc/acc pl χρυσορρήμων of golden speech masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμονι — χρυσορρήμων of golden speech dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρήμονος — χρυσορρήμων of golden speech gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσορρήτης — ὁ, Α χρυσορρήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ρρήτης, το οποίο ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *Fερε (βλ. λ. είρω [II]), με μηδενισμένο το α και εκτεταμένο το β φωνήεν (πρβλ. ῥη τήρ, ῥη τός, ῥή τωρ) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόλεκτος — ον, Μ χρυσορρήμων, χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть I — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος] (сер. IV в., Антиохия (ныне Антакья, Турция) 14.09. 407, Команы Понтийские (около совр. сел. Гюменек близ г. Токат, Турция)), свт. (пам. 27 янв., 14 сент., 13 нояб.; 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам. зап. 27… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»